- ἐπιδικάζομαι
- ἐπιδικάζωadjudge property in dispute topres ind mp 1st sgἐπιδικάζωadjudge property in dispute topres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδικάζομαι — επιδικάζομαι, επιδικάστηκα, επιδικασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιδικάζω — (AM ἐπιδικάζω) (για δικαστήριο ή δικαστική απόφαση) αναγνωρίζω δικαίωμα ή απαίτηση («το δικαστήριο τού επιδίκασε χίλιες δραχμές αποζημίωση») αρχ. 1. μέσ. (για ενάγοντα) καταφεύγω στα δικαστήρια για να βρω το δίκιο μου («προσαγορεύειν δὲ τὲν φόνον … Dictionary of Greek
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek